- ὀζόστομος
- ὀζόστομοςwith foul breathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οζόστομος — ὀζόστομος, ον (Α) αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + στόμος (< στόμα)] … Dictionary of Greek
ὀζόστομον — ὀζόστομος with foul breath masc/fem acc sg ὀζόστομος with foul breath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζοστόμου — ὀζόστομος with foul breath masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζοστόμους — ὀζόστομος with foul breath masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζοστόμῳ — ὀζόστομος with foul breath masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek